- αντιμιλώ
- -μίλησα, απαντώ σε κάποιον, και μάλιστα ανώτερό μου, με αυθάδεια: Πολλές φορές του έχω πει να μην αντιμιλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιμιλώ — (Μ ἀντιμιλῶ, έω) 1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω 2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αντιμιλώ — αντιμιλάω / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταυδώ — ἀνταυδῶ ( άω) (Α) [αυδώ] απευθύνομαι σε κάποιον κατά πρόσωπο, αντιμιλώ … Dictionary of Greek
αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ … Dictionary of Greek
εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις … Dictionary of Greek
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
αντιμιλάω — / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιτείνω — ίτεινα, αντιλέω, αντιμιλώ: Μου σύστησε να πάψω να αντιτείνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)